φαλιρίζω

φαλιρίζω
φαλίρισα, φαλιρισμένος, βλ. φαλίρω.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φαλιρίζω — φαλιρίζω, φαλίρισα, φαλιρισμένος βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φαλιρίζω — Ν φαλίρω, πτωχεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαλίρω κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • φαλίρω — και φαλιρίζω (λ. ιταλ.), φαλίρισα, φαλιρισμένος, αμτβ., πτωχεύω, χρεοκοπώ, καταστρέφομαι οικονομικά: Φαλίρισε ο υφασματέμπορος κι έγινε εργάτης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”